Tuesday, December 13, 2022

«Κανένα μέρος δεν συγκρίνεται με την Ελλάδα» – Ευρωπαίοι που αγόρασαν σπίτι στη χώρα μας μοιράζονται τις εμπειρίες τους

Όλα άρχισαν μια βροχερή Τετάρτη στο Μπόρνμουθ της Αγγλίας, όταν ο τότε σύζυγός της, επιστρέφοντας από τη δουλειά, είδε στο παράθυρο ταξιδιωτικού πρακτορείου διαφήμιση για διακοπές στη Σάμο. Χωρίς να διστάσει μπήκε μέσα, αγόρασε τα αεροπορικά εισιτήρια και επέστρεψε γρήγορα στο σπίτι για να της ανακοινώσει την έκπληξη που είχε ετοιμάσει. Τι κι αν η πτήση ήταν λίγες ημέρες μετά… το «ταξίδι» που θα άλλαζε τη ζωή της είχε ήδη ξεκινήσει.

«Ονειρευόμουν να αποκτήσω ένα σπίτι στην Ελλάδα από την πρώτη μου επίσκεψη το 1987. Την επόμενη χρονιά περάσαμε τρεις εβδομάδες στη Σκιάθο, τη Σκόπελο και την Αλόννησο, και αυτό ήταν, είχα ήδη μαγευτεί», αφηγείται στην «Κ» η Βικτόρια Κόβερντον. Στη συνέχεια πούλησαν το σπίτι και περιπλανήθηκαν για 18 μήνες με μοτοποδήλατα, φορώντας τα σακίδιά τους στην πλάτη, στην ενδοχώρα, αλλά και σε πολλά νησιά. Όταν τα χρήματα τελείωσαν επέστρεψαν στην Αγγλία για δουλειά, ωστόσο κάθε καλοκαίρι έρχονταν για διακοπές.

Βικτόρια Κόβερντον
«Στο πέρασμα των χρόνων είχα επισκεφτεί περίπου 40 νησιά, όμως η Σάμος είχε ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Το 2016, μια φίλη που ζούσε στο νησί μού έστειλε φωτογραφία από ένα σπίτι προς πώληση, το οποίο πίστευε πως θα ήταν το ιδανικό για εμένα και τον νυν σύζυγό μου» αφηγείται. Και, πράγματι, το τριώροφο νεοκλασικό στο χρώμα της ώχρας, με τα πράσινα παράθυρα, στο Βαθύ, ήταν ακριβώς αυτό που έψαχναν.Το σπίτι της Βικτόρια Κόβερντον στο Βαθύ.

«Βρίσκεται σε υπερυψωμένο σημείο μόλις 50 μέτρα από την κεντρική πλατεία. Από τον επάνω όροφο βλέπουμε το λιμάνι και την παλιά πόλη στο Άνω Βαθύ», προσθέτει. 

Η πρώτη σκέψη ήταν να έρχονται για διακοπές περίπου τέσσερις μήνες τον χρόνο, καθώς έχουν και άλλη εξοχική κατοικία στη Νότια Αφρική. Κατέληξαν, όμως, να περνούν έξι μήνες στην Ελλάδα, τρεις στην Αγγλία και τρεις στο Κέιπ Τάουν.

Το σπίτι της Βικτόρια Κόβερντον στο Βαθύ.
«Το μεγαλύτερο μέρος της καραντίνας ήμασταν εδώ ακόμη και τον χειμώνα. Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο μέρος για να περάσω αυτή τη δύσκολη περίοδο» λέει και προσθέτει:

«Καμία χώρα δεν συγκρίνεται με την Ελλάδα. Είναι ο καιρός, οι άνθρωποι, το φαγητό, οι χαλαροί ρυθμοί και η ποικιλία του τοπίου που είναι πανέμορφο».

 

«Μας κέρδισε η ποιότητα ζωής, το κλίμα και οι άνθρωποι»

Ο Ντέιβιντ Λιφ με τη σύζυγό του
Για τον 55χρονο Ντέιβιντ Λιφ που έχει μοιράσει τη ζωή του ανάμεσα σε Αγγλία, Γερμανία και Αμερική, η Ελλάδα ξεχώριζε πάντα ως μία από τις πιο φιλικές χώρες.

«Πριν από 20 χρόνια μετακόμισα στη Νέα Υόρκη. Εκεί παντρεύτηκα τη γυναίκα μου και ζήσαμε το αμερικανικό όνειρο. Εργαζόμουν στον τομέα του μάρκετινγκ και η σύζυγός μου, ΄Ειμι, ήταν δασκάλα. Παίρνοντας την απόφαση να επενδύσει σε συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που της έδινε πλήρη σύνταξη έπειτα από 25 χρόνια, σε συνδυασμό με κάποιες επενδύσεις και αποταμιεύσεις που κάναμε, μπορέσαμε να συνταξιοδοτηθούμε νωρίς», εξηγεί.

Αφορμή για τη μετακόμιση στην Ελλάδα αποτέλεσε ο θάνατος ενός πολύ στενού φίλου του που τον έκανε να επαναξιολογήσει, όπως λέει, τα «σημαντικά της ζωής».

«Επικεντρωθήκαμε στην Πελοπόννησο για την ποιότητα της ζωής, το κλίμα και τους ανθρώπους»
, συμπληρώνει. Στην ερώτηση αν συνάντησαν γραφειοκρατικές δυσκολίες, κάνει λόγο για μια διαδικασία πολύ διαχειρίσιμη.

«Αν και όσοι ζουν εδώ έχουν την εντύπωση πως η Ελλάδα είναι πολύ γραφειοκρατική, συγκριτικά με άλλα μέρη δεν είναι. Ναι, υπάρχουν πολλοί κανόνες, οι οποίοι όμως γενικώς είναι προς όφελος του κόσμου. Εμείς πήραμε επαγγελματική βοήθεια από έναν καλό δικηγόρο και κάναμε μεγάλη έρευνα. Ακολουθήσαμε τη διαδικασία με μεγάλη προσοχή, τηρήσαμε όλους τους κανόνες, πήραμε τον χρόνο μας να μιλήσουμε με κόσμο και, τελικά, ο όγκος εγγράφων που προέκυψε ήταν πολύ διαχειρίσιμος. Δεν είναι μια φθηνή ή γρήγορη διαδικασία, αλλά γίνεται δουλειά». Όπως άλλωστε διευκρινίζει, πριν επιλέξουν την Ελλάδα είχε προηγηθεί η σχετική έρευνα.

«Στο παρελθόν, μετακομίζοντας από την Αγγλία στις ΗΠΑ, πέρασα όλη τη διαδικασία για την πράσινη κάρτα και την ιθαγένεια, η οποία ήταν πολύ πιο δύσκολη και λεπτομερής και περιελάμβανε και ιατρικούς ελέγχους. Άλλωστε, πριν έρθουμε στην Ελλάδα είχαμε εξετάσει την περίπτωση της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας και η έρευνά μας έδειξε πως οι διαδικασίες εκεί ήταν πιο περίπλοκες και πιο ακριβές».

Το σπίτι που τελικά επέλεξαν βρίσκεται λίγο έξω από τη Νέα Επίδαυρο σε απόσταση 1,5 χιλιομέτρου από τη θάλασσα. Περιτριγυρίζεται από χαμηλούς λόφους και είναι ήσυχο και προστατευμένο από τους ανέμους. Ο εξωτερικός χώρος είναι περίπου τέσσερα στρέμματα και έχει μια μεγάλη πισίνα, υπαίθρια κουζίνα, ελαιόδεντρα, αλλά και οπωροφόρα δέντρα. Και, όπως λένε οι ίδιοι… «σχεδιάζουμε να ζήσουμε εδώ. Εχει αρκετό χώρο για εμάς, τον σκύλο μας και πολλούς επισκέπτες».

 

«Δεν βρήκα εγώ την Κρήτη, αλλά η Κρήτη εμένα»

Ούβε Μέιλι
Για τον Ούβε Μέιλι από τη Γερμανία η τηλεργασία ήταν αυτή που συνετέλεσε ώστε η θερινή κατοικία του στην Κρήτη να γίνει το μόνιμό του σπίτι.

«Μένω στο χωριό Κριτσά, το οποίο απέχει περίπου 10 λεπτά από τον Άγιο Νικόλαο. Ο αρχαιολογικός χώρος Λατώ βρίσκεται επίσης κοντά. Το σπίτι είναι περίπου 100 ετών και έχει χοντρούς πέτρινους τοίχους. Από την ταράτσα μπορώ να βλέπω όλη την κοιλάδα και τον κόλπο του Μιραμπέλου» αφηγείται.

Όταν προχώρησε στην αγορά του σπιτιού, το 2016, εν μέσω οικονομικής κρίσης, ούτε καν φανταζόταν ότι θα άφηνε το Αμβούργο για να ζήσει εδώ.

«Αρχικώς είχα σκοπό να περνάω εδώ τις διακοπές μου για τα επόμενα 15 χρόνια μέχρι να συνταξιοδοτηθώ, αλλά περνούσε όσο ο καιρός η επιθυμία μου να μετακομίσω στην Ελλάδα γινόταν ολοένα και πιο έντονη. Το μόνο εμπόδιο ήταν η δουλειά, αλλά κι αυτό ξεπεράστηκε τον Μάρτιο του 2021 με τη δυνατότητα της εργασίας εξ αποστάσεως».

Η οικειότητα που αισθάνθηκε με τη χώρα μας ήταν αυτή που τον έπεισε να κάνει το βήμα για την αγορά του σπιτιού. «Ήμουν έτοιμος να αγοράσω σπίτι στην Ιρλανδία μερικά χρόνια πριν, αλλά ευτυχώς δεν το έκανα. Εδώ ένιωσα ευπρόσδεκτος σαν να βρισκόμουν στον τόπο μου. Όπως μου αρέσει να λέω “δεν βρήκα εγώ την Κρήτη, αλλά η Κρήτη εμένα”».

Για την αγορά του σπιτιού δεν υπήρξε κάποια φοροαπαλλαγή, όσο για τη γραφειοκρατία, την ξεπέρασε με τους σωστούς ανθρώπους και συστάσεις από φίλους, αλλά και με τα μαθήματα ελληνικών, τα οποία, όπως λέει, βοήθησαν πολύ.

Θεοδώρα Βασιλοπούλου

 

Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

No comments:

Post a Comment

Comments system

Disqus Shortname