Ο δημοφιλής ηθοποιός θα παραβρεθεί απόψε στην πρεμιέρα της
ταινίας «Λίνκολν» στο θέατρο Παλλάς, για να διαθέσει τα έσοδα στην
Εταιρεία Προστασίας Σπαστικών. Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται στη
χώρα μας γι’ αυτόν τον σκοπό. Πρόκειται για μια σχέση που διατηρείται
αναλλοίωτη εδώ και χρόνια.
Οταν κάπου μεταξύ 1979 και 1980 ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις έπαιρνε μαθήματα υποκριτικής στο θέατρο Old Vic του Μπρίστολ στην Αγγλία και πρωτογνωριζόταν με τον Γιώργο Οικονόμου, ο οποίος μάθαινε εκεί τα μυστικά της θεατρικής σκηνοθεσίας, δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που ο βρετανός ηθοποιός θα ερχόταν σε κάποιου είδους επαφή με άρωμα Ελλάδας.
Σύμφωνοι, οι δύο συμφοιτητές μάλλον συνδέθηκαν με μια από αυτές τις νεανικές, σχεδόν εξερευνητικές φιλίες, στις οποίες καθένας φέρνει τα δικά του πολιτιστικά μπαγκάζια, μέχρι να βρεθούν τα κοινά ενδιαφέροντα. «Γίναμε γρήγορα φίλοι και ήταν από τις ωραιότερες περιόδους της ζωής μου, γεμάτη πολλή δουλειά αλλά και πολλή διασκέδαση», λέει σήμερα ο έλληνας συμφοιτητής και γνωστός σκηνοθέτης. «Και θυμάμαι τα πράγματα που μας συνέδεαν, όπως η αγάπη για τον Κιθ Ρίτσαρντς. Ή ότι ο διευθυντής του θεάτρου έδινε συνέχεια στον Ντάνιελ ρόλους ρομαντικούς, ξενέρωτους, τον Βύρωνα, τον Οθέλλο, ενώ εκείνος ήθελε κάτι πιο πανκ. Κάτι σαν τον Κιθ».
Οι γονείς του ηθοποιού, ο ποιητής Σέσιλ Ντέι-Λιούις και η ηθοποιός Τζιλ Μπάλκον, ανήκαν στη γενιά των πνευματικών ανθρώπων που θεωρούσαν επιβεβλημένο ένα οικογενειακό ταξίδι στην Ελλάδα. Όταν οι σπουδές στο Old Vic ολοκληρώθηκαν και ο Ντάνιελ με τον Γιώργο άρχισαν να ανταλλάσσουν επισκέψεις, ο πρώτος μόνο ανοίκεια δεν ένιωσε εδώ.
Ερχόταν συνήθως καλοκαίρι για να μείνει άλλοτε στην πρωτεύουσα, άλλοτε στη Σκύρο όπου περνούσε όλα τα καλοκαίρια της η οικογένεια του Γιώργου και να αποφορτιστεί από τα γυρίσματα της εκάστοτε ταινίας. Στις αποσκευές του είχε και την αγάπη του, κυρίως για τον αθλητισμό. Το καυτό καλοκαίρι του '87, για παράδειγμα, φιλοξενούνταν σε ένα σπίτι στην οδό Βαλαωρίτου και ενώ η παρέα ξεφυσούσε ιδρωμένη, εκείνος, παθιασμένος δρομέας, έτρεχε καθημερινά χιλιόμετρα ολόκληρα. Ο Εθνικός Κήπος, έλεγε, του φαινόταν μικρός.
ΜΠΟΞ ΣΤΟ ΦΑΛΗΡΟ
«Μια άλλη χρονιά, όταν τον υποδεχθήκαμε στο αεροδρόμιο μας ζήτησε ένα μέρος για να προπονηθεί στο μποξ - ήταν η περίοδος της ταινίας "Ο Μποξέρ"», θυμάται ο έλληνας φίλος. «Οταν τον πήγαμε στο ΣΕΦ και τον είδαν οι αθλητές, θεώρησαν αστείο να πυγμαχήσουν με έναν άνθρωπο με τόσο λεπτή σιλουέτα. Λίγο αργότερα, όχι μόνο τους είχε αφήσει άναυδους, αλλά είχε σπάσει και τη μύτη κάποιου».
Ενα άλλο καλοκαίρι, στη Σκύρο αυτή τη φορά, κάπου εκεί στα γυρίσματα του «Τελευταίου των Μοϊκανών», ο Λιούις, με μακρείς ανέμελους βοστρύχους τους οποίους σουλούπωνε με μια κόκκινη μπαντάνα, ανεβοκατέβαινε τρέχοντας από τη Χώρα μέχρι το βόρειο ακρωτήρι, απόσταση χιλιομέτρων. Τις σκυριανές «θείες» που συναντούσε στο διάβα του, τις χαιρετούσε με ένα σπαστό «καλημέρα» και εκείνες, απορημένες, ρωτούσαν τον οικοδεσπότη του, «ποιος είναι αυτός ο κουζουλός φίλος σου».
Πλάκα δεν έχουν όλα αυτά; Ναι, αλλά σύντομα συμπληρώθηκαν και με μια πιο «σοβαρή» πτυχή. Όσο οι Ελληνες άρχισαν σταδιακά να τον αναγνωρίζουν και να του προσφέρουν μέχρι και σενάρια, ο Λιούις προσπαθούσε να διαφυλάξει την ιδιωτικότητά του και άφηνε ανοιχτά στόματα με ταινίες όπως «Το αριστερό μου πόδι» το '89, στην οποία υποδύθηκε τον ιρλανδό συγγραφέα Κρίστι Μπράουν, πάσχοντα από εγκεφαλική παράλυση που του επέτρεπε να γράφει μόνο με το... ε, μαντέψτε το. Τότε ήταν που ο έλληνας φίλος του, έχοντας ακολουθήσει για οικογενειακούς λόγους (και με τη μητέρα του επικεφαλής) μια προσπάθεια που ονομάστηκε Εταιρεία Προστασίας Σπαστικών, του πέταξε την ιδέα να έρθει στη χώρα μας για την πρεμιέρα της ταινίας του και να υποστηρίξει έτσι το έργο της Εταιρείας.
«ΚΕΡΔΙΣΑΜΕ»
Ευαισθητοποιημένος από τον ήρωα της ταινίας του, ο Λιούις δέχτηκε να ταξιδέψει στην Ελλάδα. Συναντήθηκε με εκείνους που στήριζαν και με εκείνους που στηρίζονταν από την Εταιρεία και «δημιουργήθηκε μια πολύ ζεστή σχέση», με όλο και συχνότερες επαφές. Όταν λ.χ. τα παιδιά της Εταιρείας είδαν την ταινία, είπαν ότι ο ηθοποιός «έπιασε» την ιδιαιτερότητά τους, χαρίζοντάς του ένα φυλαχτό.
Όταν εκείνος κέρδισε το Οσκαρ για την ερμηνεία του, τηλεφώνησε στα γραφεία για να πει: «Κερδίσαμε». Πρόσθεσε μάλιστα ότι την ώρα της βράβευσης, εκείνο το φυλαχτό βρισκόταν στην τσέπη του κοστουμιού του.
Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ
Οταν κάπου μεταξύ 1979 και 1980 ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις έπαιρνε μαθήματα υποκριτικής στο θέατρο Old Vic του Μπρίστολ στην Αγγλία και πρωτογνωριζόταν με τον Γιώργο Οικονόμου, ο οποίος μάθαινε εκεί τα μυστικά της θεατρικής σκηνοθεσίας, δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που ο βρετανός ηθοποιός θα ερχόταν σε κάποιου είδους επαφή με άρωμα Ελλάδας.
Σύμφωνοι, οι δύο συμφοιτητές μάλλον συνδέθηκαν με μια από αυτές τις νεανικές, σχεδόν εξερευνητικές φιλίες, στις οποίες καθένας φέρνει τα δικά του πολιτιστικά μπαγκάζια, μέχρι να βρεθούν τα κοινά ενδιαφέροντα. «Γίναμε γρήγορα φίλοι και ήταν από τις ωραιότερες περιόδους της ζωής μου, γεμάτη πολλή δουλειά αλλά και πολλή διασκέδαση», λέει σήμερα ο έλληνας συμφοιτητής και γνωστός σκηνοθέτης. «Και θυμάμαι τα πράγματα που μας συνέδεαν, όπως η αγάπη για τον Κιθ Ρίτσαρντς. Ή ότι ο διευθυντής του θεάτρου έδινε συνέχεια στον Ντάνιελ ρόλους ρομαντικούς, ξενέρωτους, τον Βύρωνα, τον Οθέλλο, ενώ εκείνος ήθελε κάτι πιο πανκ. Κάτι σαν τον Κιθ».
Οι γονείς του ηθοποιού, ο ποιητής Σέσιλ Ντέι-Λιούις και η ηθοποιός Τζιλ Μπάλκον, ανήκαν στη γενιά των πνευματικών ανθρώπων που θεωρούσαν επιβεβλημένο ένα οικογενειακό ταξίδι στην Ελλάδα. Όταν οι σπουδές στο Old Vic ολοκληρώθηκαν και ο Ντάνιελ με τον Γιώργο άρχισαν να ανταλλάσσουν επισκέψεις, ο πρώτος μόνο ανοίκεια δεν ένιωσε εδώ.
Ερχόταν συνήθως καλοκαίρι για να μείνει άλλοτε στην πρωτεύουσα, άλλοτε στη Σκύρο όπου περνούσε όλα τα καλοκαίρια της η οικογένεια του Γιώργου και να αποφορτιστεί από τα γυρίσματα της εκάστοτε ταινίας. Στις αποσκευές του είχε και την αγάπη του, κυρίως για τον αθλητισμό. Το καυτό καλοκαίρι του '87, για παράδειγμα, φιλοξενούνταν σε ένα σπίτι στην οδό Βαλαωρίτου και ενώ η παρέα ξεφυσούσε ιδρωμένη, εκείνος, παθιασμένος δρομέας, έτρεχε καθημερινά χιλιόμετρα ολόκληρα. Ο Εθνικός Κήπος, έλεγε, του φαινόταν μικρός.
ΜΠΟΞ ΣΤΟ ΦΑΛΗΡΟ
«Μια άλλη χρονιά, όταν τον υποδεχθήκαμε στο αεροδρόμιο μας ζήτησε ένα μέρος για να προπονηθεί στο μποξ - ήταν η περίοδος της ταινίας "Ο Μποξέρ"», θυμάται ο έλληνας φίλος. «Οταν τον πήγαμε στο ΣΕΦ και τον είδαν οι αθλητές, θεώρησαν αστείο να πυγμαχήσουν με έναν άνθρωπο με τόσο λεπτή σιλουέτα. Λίγο αργότερα, όχι μόνο τους είχε αφήσει άναυδους, αλλά είχε σπάσει και τη μύτη κάποιου».
Ενα άλλο καλοκαίρι, στη Σκύρο αυτή τη φορά, κάπου εκεί στα γυρίσματα του «Τελευταίου των Μοϊκανών», ο Λιούις, με μακρείς ανέμελους βοστρύχους τους οποίους σουλούπωνε με μια κόκκινη μπαντάνα, ανεβοκατέβαινε τρέχοντας από τη Χώρα μέχρι το βόρειο ακρωτήρι, απόσταση χιλιομέτρων. Τις σκυριανές «θείες» που συναντούσε στο διάβα του, τις χαιρετούσε με ένα σπαστό «καλημέρα» και εκείνες, απορημένες, ρωτούσαν τον οικοδεσπότη του, «ποιος είναι αυτός ο κουζουλός φίλος σου».
Πλάκα δεν έχουν όλα αυτά; Ναι, αλλά σύντομα συμπληρώθηκαν και με μια πιο «σοβαρή» πτυχή. Όσο οι Ελληνες άρχισαν σταδιακά να τον αναγνωρίζουν και να του προσφέρουν μέχρι και σενάρια, ο Λιούις προσπαθούσε να διαφυλάξει την ιδιωτικότητά του και άφηνε ανοιχτά στόματα με ταινίες όπως «Το αριστερό μου πόδι» το '89, στην οποία υποδύθηκε τον ιρλανδό συγγραφέα Κρίστι Μπράουν, πάσχοντα από εγκεφαλική παράλυση που του επέτρεπε να γράφει μόνο με το... ε, μαντέψτε το. Τότε ήταν που ο έλληνας φίλος του, έχοντας ακολουθήσει για οικογενειακούς λόγους (και με τη μητέρα του επικεφαλής) μια προσπάθεια που ονομάστηκε Εταιρεία Προστασίας Σπαστικών, του πέταξε την ιδέα να έρθει στη χώρα μας για την πρεμιέρα της ταινίας του και να υποστηρίξει έτσι το έργο της Εταιρείας.
«ΚΕΡΔΙΣΑΜΕ»
Ευαισθητοποιημένος από τον ήρωα της ταινίας του, ο Λιούις δέχτηκε να ταξιδέψει στην Ελλάδα. Συναντήθηκε με εκείνους που στήριζαν και με εκείνους που στηρίζονταν από την Εταιρεία και «δημιουργήθηκε μια πολύ ζεστή σχέση», με όλο και συχνότερες επαφές. Όταν λ.χ. τα παιδιά της Εταιρείας είδαν την ταινία, είπαν ότι ο ηθοποιός «έπιασε» την ιδιαιτερότητά τους, χαρίζοντάς του ένα φυλαχτό.
Όταν εκείνος κέρδισε το Οσκαρ για την ερμηνεία του, τηλεφώνησε στα γραφεία για να πει: «Κερδίσαμε». Πρόσθεσε μάλιστα ότι την ώρα της βράβευσης, εκείνο το φυλαχτό βρισκόταν στην τσέπη του κοστουμιού του.
Νικόλας Ζώης
Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ
No comments:
Post a Comment