Ενας άνθρωπος που ζει στην Αθήνα μπορεί να ξεκινήσει μια νέα ζωή στο χωριό του ή σε έναν αλλιώτικο τόπο της ελληνικής επαρχίας; Για τον Δημήτρη Κοντολέοντα στα Κύθηρα, τον Αντώνη Παπανικολάου στα Τσίτζινα του Πάρνωνα και τον Δημήτρη Τσουκαλά στην Ανάβρα Μαγνησίας, η απάντηση είναι στάση ζωής. Οπως και για το γερμανό Τόμας στο Καζαβίτι της Θάσου, τη Λιν και τον Ιαν, τους Σκοτσέζους της Τήλου.
Ο Δημήτρης Κοντολέων γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νίκαια. Σπούδασε και έπιασε μια καλή δουλειά ως ιδιωτικός υπάλληλος. Τα καλοκαίρια γυρνούσε πάντα στο χωριό του, στον Ποταμό των Κυθήρων, και του άρεσε να απολαμβάνει τον καφέ του στο πιο παλιό καφενείο του νησιού. Εκείνο που χτίστηκε το 1908 και από το οποίο έχουν περάσει ιστορικές προσωπικότητες αυτού του τόπου, ανάμεσά τους και ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1917.
Λίγο πριν πατήσει τα 30, ο Δημήτρης εγκαταλείπει για πάντα την Αθήνα και πηγαίνει να ζήσει μόνιμα στον Ποταμό. Από θαμώνας του καφενείου γίνεται ιδιοκτήτης. «Ηταν μεγάλη αλλαγή. Μέρα με τη μέρα έβλεπα τον εαυτό μου να αλλάζει», περιγράφει στην «Κ.Ε.». Η επιστροφή στον τόπο του για τον Δημήτρη Κοντολέοντα ήταν «ένα ταξίδι στο όνειρο». Ανακαίνισε το καφενείο στον Ποταμό και έβαλε την καινούρια του ταμπέλα «Αστικόν», εμπνευσμένος από το πρώτο αγγλικό σχολείο των Κυθήρων, στο Αστικόν. Οσο για την οικονομική κρίση, λέει: «Δεν βιώνουμε την κρίση όπως στην Αθήνα. Ο μόνιμος κάτοικος εδώ έχει τις εναλλακτικές του. Υπάρχει η γη που μπορεί να δουλέψει, υπάρχει ο τουρισμός. Τα Κύθηρα έχουν τον δικό τους κόσμο».
Ο Αντώνης Παπανικολάου γεννήθηκε και σπούδασε στην Αθήνα. Πρώτη φορά πήγε στα Τσίτζινα το 1998. Μια εκδρομή με φίλους. Τα Τσίτζινα είναι ένα ορεινό χωριό που τον χειμώνα δεν κατοικείται. Ο Παπανικολάου δούλευε στους Γιατρούς του Κόσμου και η γυναίκα του ήταν καθηγήτρια. Το 2000 βγαίνει σε πλειστηριασμό από το Δημόσιο το παλιό σχολείο. Αδράττει την ευκαιρία, το αγοράζει και αρχίζει να το διαμορφώνει σε ξενώνα. Σιγά σιγά το χωριό άρχισε να αποκτά ζωή, να ακούγονται γέλια από τις νεανικές παρέες, άνθρωποι που είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους έβαζαν λεφτά να τα αναπαλαιώσουν.
Πριν από δέκα χρόνια το χωριό είχε μόνον ένα ταβερνάκι. Σήμερα υπάρχει και καφενείο και εστιατόριο. Μαζί με τον Α. Παπανικολάου στο χωριό επέστρεψε και ο Παναγιώτης Γρηγορίου, που ο παππούς του είχε χτίσει το παλιό Σχολαρχείο. «Στην αρχή ήταν δύσκολα. Μας έλειπαν οι φίλοι μας. Αλλά και στην Αθήνα που τους είχαμε δίπλα μας, δεν προλαβαίναμε να τους δούμε», αναφέρει ο Α. Παπανικολάου. Ούτε στα Τσίτζινα έχει φτάσει η οικονομική κρίση: «Στα χωριά σε όλη την Ελλάδα πάντα υπήρχε κρίση. Μικρές αγορές, μικρά κόστη, συγκρατημένη κατάσταση, χωρίς φούσκες και υπεραξίες... Οποιος έχει μια μικρή χαραμάδα, να την ανοίξει και να φύγει από την Αθήνα», καταλήγει ο Α. Παπανικολάου.
Ο Δημήτρης Τσουκαλάς ήταν επιθεωρητής της ΔΕΗ και η γυναίκα του καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ζούσαν στον Αγιο Παντελεήμονα Αχαρνών. Οταν ένιωσαν τη ζωή στην Αθήνα να γίνεται ανυπόφορη, τα παράτησαν όλα και φύγανε για την Ανάβρα Μαγνησίας. Πολύ πριν αρχίσει η οικονομική κρίση, η Ανάβρα ήταν ένα χωριό λίγο πριν από την ερήμωση. Ο Τσουκαλάς εκλέγεται κοινοτάρχης και αρχίζει η μεταμόρφωση του χωριού.
Σήμερα αποτελεί ένα ελληνικό χωριό-πρότυπο. Με σύγχρονες κτηνοτροφικές μονάδες, αιολικά πάρκα, σχολεία, περιβαλλοντικό πάρκο και σημαντικά έργα στα σκαριά. «Από την Ανάβρα κανείς δεν θέλει να φύγει. Ο πληθυσμός αυξάνει διαρκώς, το ποσοστό ανεργίας είναι μηδενικό και οι προοπτικές για τους κατοίκους μεγάλες». Το σουπερμάρκετ της περιοχής το άνοιξε ένα ζευγάρι από τη Νάξο που ανταποκρίθηκε στην πρόταση Τσουκαλά.
Ομως, ζωή σε ερειπωμένα χωριά δεν δίνουν μόνον οι κάτοικοί τους που εγκατέλειψαν την Αθήνα.
Χαρακτηριστική η περίπτωση του χωριού Καζαβίτι στη Θάσο. Ανάμεσα στους μόνιμους κατοίκους είναι ο γερμανός βιολόγος και κινηματογραφιστής Τόμας Σούλτζε Βέστρουμ ο οποίος κατέχει αρκετές ερειπωμένες κατοικίες, τις οποίες απέκτησε σε συμφέρουσα τιμή και τις αναπαλαίωσε με βάση τον παραδοσιακό χαρακτήρα του χωριού. Ο Γερμανός Τόμας (Θωμάς για τους κατοίκους της Θάσου) είναι γιος του σκηνοθέτη Πολ Βερχόφεν και της ηθοποιού Εντίτ Σούλτζε Βέστρουμ. Γεννήθηκε στην ανατολική Βαυαρία και τα πρώτα του ελληνικά τα διδάχθηκε από ψαράδες της Θάσου. Πρώτη φορά ήρθε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1957 με σκοπό να μελετήσει την πανίδα των Βορείων Σποράδων. Ο Βέστρουμ έχει γυρίσει εκπληκτικά ντοκιμαντέρ για την ομορφιά της ελληνικής φύσης.
Στα χνάρια του Τόμας, όμως, και ένα ζευγάρι που αγόρασε σπίτι στην Τήλο. Η Λιν και ο Ιαν, γεννήθηκαν στη Σκοτία, όπου έκαναν και διάφορες δουλειές μέχρι που κατέληξαν στην Τήλο και πλέον είναι οι επίσημοι ξεναγοί του νησιού. Ισως και να μην είναι υπερβολή να πούμε ότι το ζευγάρι των Σκοτσέζων πλέον γνωρίζει πολύ καλύτερα ακόμη και από τους κατοίκους του νησιού τα περιπατητικά μονοπάτια της Τήλου...
Καθημερινές ιστορίες από τόπους ελληνικούς όπου η σκιά της οικονομικής κρίσης δεν πέφτει και τόσο βαριά...
Ο Δημήτρης Κοντολέων γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νίκαια. Σπούδασε και έπιασε μια καλή δουλειά ως ιδιωτικός υπάλληλος. Τα καλοκαίρια γυρνούσε πάντα στο χωριό του, στον Ποταμό των Κυθήρων, και του άρεσε να απολαμβάνει τον καφέ του στο πιο παλιό καφενείο του νησιού. Εκείνο που χτίστηκε το 1908 και από το οποίο έχουν περάσει ιστορικές προσωπικότητες αυτού του τόπου, ανάμεσά τους και ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1917.
Λίγο πριν πατήσει τα 30, ο Δημήτρης εγκαταλείπει για πάντα την Αθήνα και πηγαίνει να ζήσει μόνιμα στον Ποταμό. Από θαμώνας του καφενείου γίνεται ιδιοκτήτης. «Ηταν μεγάλη αλλαγή. Μέρα με τη μέρα έβλεπα τον εαυτό μου να αλλάζει», περιγράφει στην «Κ.Ε.». Η επιστροφή στον τόπο του για τον Δημήτρη Κοντολέοντα ήταν «ένα ταξίδι στο όνειρο». Ανακαίνισε το καφενείο στον Ποταμό και έβαλε την καινούρια του ταμπέλα «Αστικόν», εμπνευσμένος από το πρώτο αγγλικό σχολείο των Κυθήρων, στο Αστικόν. Οσο για την οικονομική κρίση, λέει: «Δεν βιώνουμε την κρίση όπως στην Αθήνα. Ο μόνιμος κάτοικος εδώ έχει τις εναλλακτικές του. Υπάρχει η γη που μπορεί να δουλέψει, υπάρχει ο τουρισμός. Τα Κύθηρα έχουν τον δικό τους κόσμο».
Ο Αντώνης Παπανικολάου γεννήθηκε και σπούδασε στην Αθήνα. Πρώτη φορά πήγε στα Τσίτζινα το 1998. Μια εκδρομή με φίλους. Τα Τσίτζινα είναι ένα ορεινό χωριό που τον χειμώνα δεν κατοικείται. Ο Παπανικολάου δούλευε στους Γιατρούς του Κόσμου και η γυναίκα του ήταν καθηγήτρια. Το 2000 βγαίνει σε πλειστηριασμό από το Δημόσιο το παλιό σχολείο. Αδράττει την ευκαιρία, το αγοράζει και αρχίζει να το διαμορφώνει σε ξενώνα. Σιγά σιγά το χωριό άρχισε να αποκτά ζωή, να ακούγονται γέλια από τις νεανικές παρέες, άνθρωποι που είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους έβαζαν λεφτά να τα αναπαλαιώσουν.
Πριν από δέκα χρόνια το χωριό είχε μόνον ένα ταβερνάκι. Σήμερα υπάρχει και καφενείο και εστιατόριο. Μαζί με τον Α. Παπανικολάου στο χωριό επέστρεψε και ο Παναγιώτης Γρηγορίου, που ο παππούς του είχε χτίσει το παλιό Σχολαρχείο. «Στην αρχή ήταν δύσκολα. Μας έλειπαν οι φίλοι μας. Αλλά και στην Αθήνα που τους είχαμε δίπλα μας, δεν προλαβαίναμε να τους δούμε», αναφέρει ο Α. Παπανικολάου. Ούτε στα Τσίτζινα έχει φτάσει η οικονομική κρίση: «Στα χωριά σε όλη την Ελλάδα πάντα υπήρχε κρίση. Μικρές αγορές, μικρά κόστη, συγκρατημένη κατάσταση, χωρίς φούσκες και υπεραξίες... Οποιος έχει μια μικρή χαραμάδα, να την ανοίξει και να φύγει από την Αθήνα», καταλήγει ο Α. Παπανικολάου.
Ο Δημήτρης Τσουκαλάς ήταν επιθεωρητής της ΔΕΗ και η γυναίκα του καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ζούσαν στον Αγιο Παντελεήμονα Αχαρνών. Οταν ένιωσαν τη ζωή στην Αθήνα να γίνεται ανυπόφορη, τα παράτησαν όλα και φύγανε για την Ανάβρα Μαγνησίας. Πολύ πριν αρχίσει η οικονομική κρίση, η Ανάβρα ήταν ένα χωριό λίγο πριν από την ερήμωση. Ο Τσουκαλάς εκλέγεται κοινοτάρχης και αρχίζει η μεταμόρφωση του χωριού.
Σήμερα αποτελεί ένα ελληνικό χωριό-πρότυπο. Με σύγχρονες κτηνοτροφικές μονάδες, αιολικά πάρκα, σχολεία, περιβαλλοντικό πάρκο και σημαντικά έργα στα σκαριά. «Από την Ανάβρα κανείς δεν θέλει να φύγει. Ο πληθυσμός αυξάνει διαρκώς, το ποσοστό ανεργίας είναι μηδενικό και οι προοπτικές για τους κατοίκους μεγάλες». Το σουπερμάρκετ της περιοχής το άνοιξε ένα ζευγάρι από τη Νάξο που ανταποκρίθηκε στην πρόταση Τσουκαλά.
Ομως, ζωή σε ερειπωμένα χωριά δεν δίνουν μόνον οι κάτοικοί τους που εγκατέλειψαν την Αθήνα.
Χαρακτηριστική η περίπτωση του χωριού Καζαβίτι στη Θάσο. Ανάμεσα στους μόνιμους κατοίκους είναι ο γερμανός βιολόγος και κινηματογραφιστής Τόμας Σούλτζε Βέστρουμ ο οποίος κατέχει αρκετές ερειπωμένες κατοικίες, τις οποίες απέκτησε σε συμφέρουσα τιμή και τις αναπαλαίωσε με βάση τον παραδοσιακό χαρακτήρα του χωριού. Ο Γερμανός Τόμας (Θωμάς για τους κατοίκους της Θάσου) είναι γιος του σκηνοθέτη Πολ Βερχόφεν και της ηθοποιού Εντίτ Σούλτζε Βέστρουμ. Γεννήθηκε στην ανατολική Βαυαρία και τα πρώτα του ελληνικά τα διδάχθηκε από ψαράδες της Θάσου. Πρώτη φορά ήρθε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1957 με σκοπό να μελετήσει την πανίδα των Βορείων Σποράδων. Ο Βέστρουμ έχει γυρίσει εκπληκτικά ντοκιμαντέρ για την ομορφιά της ελληνικής φύσης.
Στα χνάρια του Τόμας, όμως, και ένα ζευγάρι που αγόρασε σπίτι στην Τήλο. Η Λιν και ο Ιαν, γεννήθηκαν στη Σκοτία, όπου έκαναν και διάφορες δουλειές μέχρι που κατέληξαν στην Τήλο και πλέον είναι οι επίσημοι ξεναγοί του νησιού. Ισως και να μην είναι υπερβολή να πούμε ότι το ζευγάρι των Σκοτσέζων πλέον γνωρίζει πολύ καλύτερα ακόμη και από τους κατοίκους του νησιού τα περιπατητικά μονοπάτια της Τήλου...
Καθημερινές ιστορίες από τόπους ελληνικούς όπου η σκιά της οικονομικής κρίσης δεν πέφτει και τόσο βαριά...
Γεωργία Λινάρδου
Πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
No comments:
Post a Comment